Λέξη: ερωτοτροπώ

Σχετικές λέξεις: ερωτοτροπώ

ερωτοτροπώ ονειροκριτης

Συνώνυμα: ερωτοτροπώ

ξελογιάζω, ανακαινίζω, αυτοσχεδιάζω, επισκευάζω, μαγεύω, περιποιούμαι, κορτάρω, χρονοτριβώ, χασομερώ, παίζω, τρυφερολογώ, φλερτάρω, τινάσσω

Μεταφράσεις: ερωτοτροπώ

ερωτοτροπώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
court, dally, coquet, flirt, vamp, philander

ερωτοτροπώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tribunal, galantear, corral, patio, perder el tiempo, dally, entretengas

ερωτοτροπώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
huldigung, gericht, motel, gerichtssaal, hof, spielplatz, gerichtshof, trödeln, dally, von Dally, tändeln

ερωτοτροπώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hommage, tribunal, cour, briguent, briguons, briguez, chambre, court, préau, justice, avis, briguer, motel, judiciaire, badiner, Dally, M. Dally, de Dally

ερωτοτροπώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corte, tribunale, cortile, scherzare, dally, indugiare, gingillarsi, oziare

ερωτοτροπώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preito, terreiro, quintal, homenagem, pátio, corte, tribunal, flertar, demorar, Dally, Namorar

ερωτοτροπώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erf, eerbetoon, rechtbank, vrijen, scharrelen, gerechtshof, huldebetoon, hulde, hof, binnenplaats, Dally, getalmd, van Dally, wordt getalmd

ερωτοτροπώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суд, устраивать, двор, ухлестывать, корт, правление, мотель, судья, прохлаждаться, Dally, Далли, носиться, Дейли

ερωτοτροπώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
domstol, rett, gårdsplass, hoff, dally, sløs bort tiden, dall, sløs bort

ερωτοτροπώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rätt, domstol, hov, söla, Dally

ερωτοτροπώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hovi, käräjät, tuomioistuin, tavoitella, piha, oikeusistuin, lakitupa, kosiskella, vitkastella, dally, viivytellä, leikitellä, vetelehtiä

ερωτοτροπώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gård, gårdsplads, ret, Dally, smøle, smøler

ερωτοτροπώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soud, nádvoří, soudní, dvořanstvo, kurt, dvorec, dvůr, pohrávat si, Dally, Lelkovat, pohrávat, flirtovat

ερωτοτροπώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zalecać, starać, nadskakiwać, sąd, kort, dwór, kurtaż, plac, dziedziniec, pałac, marudzić, lenić się, grzebać się, flirtować, igrać z niebezpieczeństwem

ερωτοτροπώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dévajkodik, Dally, enyeleg

ερωτοτροπώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saray, avlu, motel, zaman öldürmek, Dally, oynaşmak, oyalanmak

ερωτοτροπώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подвір'я, урядування, дворище, корт, двір, прохолоджуватися, байдики

ερωτοτροπώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oborr, gjyq, flirtoj, dëfrej, dally, humb kohën kot, bëj naze

ερωτοτροπώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двор, съд, флиртувам, губя си времето, играя си, шляя се

ερωτοτροπώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кароткi, пакой, двор, прахалоджвацца, валаводзіцца, тут прахалоджвацца

ερωτοτροπώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kurameerima, mänguväljak, õukond, aega raiskama, armatsema, jamama, viitma, amelema

ερωτοτροπώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
igralište, dvorište, sudnica, sud, udvaranje, suda, sudski, zabavljati, udvarati, zabavljati se, dangubiti, udvarati se

ερωτοτροπώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómstóll, hirð, Dally

ερωτοτροπώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teismas, flirtuoti, dykinėti, Marudzić, Guzdrać

ερωτοτροπώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesa, tribunāls, niekoties, mīlināties, spēlēties, flirtēt

ερωτοτροπώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судот, флиртувам

ερωτοτροπώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
omagiu, curte, trena, tergiversa, se ține de fleacuri, se amuza, hoinări

ερωτοτροπώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvorec, sodišče, dvorišče, Dangubiti, Dally

ερωτοτροπώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sál, kurt, pohrávať, pohráva, zahrávať, pohrávať so
Τυχαίες λέξεις