Ausgiebig στα ελληνικά
Μετάφραση: ausgiebig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτεταμένα, διεξοδικός, εκτεταμένος, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Μεταφράσεις
- ausgezählt στα ελληνικά - καταμέτρηση, μετρήθηκαν, υπολογίζονται, υπολογίζεται, συνυπολογίζονται
- ausgeübt στα ελληνικά - ασκούνται, ασκείται, ασκηθεί, ασκήσει, ασκεί
- ausgiebigere στα ελληνικά - πιο εκτεταμένη, εκτενέστερη, πιο εκτεταμένες, ευρύτερη, περισσότερο εκτεταμένη
Τυχαίες λέξεις
Ausgiebig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτεταμένα, διεξοδικός, εκτεταμένος, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Μεταφράσεις: εκτεταμένα, διεξοδικός, εκτεταμένος, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο