Aushöhlung στα ελληνικά

Μετάφραση: aushöhlung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβρωση, κοιλότητα, κοίλος, τρύπα, κούφιος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
Aushöhlung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aushärtung στα ελληνικά - Σκλήρυνση, Ξήρανση, Ωρίμανσης, Η σκλήρυνση, Η ωρίμανση
  • aushöhlend στα ελληνικά - καθίζηση, Σπηλαιολογία, εξερεύνηση σπηλαίων, σπηλαιολογικών, Caving
  • aushöhlungen στα ελληνικά - ανασκαφές, ανασκαφών, εκσκαφές, τις ανασκαφές, ανασκαφή
Τυχαίες λέξεις
Aushöhlung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβρωση, κοιλότητα, κοίλος, τρύπα, κούφιος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του