Υπόκωφος στα γερμανικά
Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leer, hohl, aushöhlung, höhlung, hohlraum, höhle, Höhle, Hohlraum, Mulde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόκωφος
υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας γερμανικά, υπόκωφος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υπόδικος στα γερμανικά - beschuldigte, angeklagte, angeklagter, Beklagte, Befragten, Befragte, Befragter, ...
- υπόθεση στα γερμανικά - geschäftlich, fach, affäre, arbeit, kasten, annahme, problem, ...
- υπόλειμμα στα γερμανικά - spur, malen, zeichnen, andenken, rest, einzelschritt-fehlersuche, relikt, ...
- υπόληψη στα γερμανικά - wertschätzung, respekt, respektieren, hochachtung, ansehen, schätzung, bewunderung, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: leer, hohl, aushöhlung, höhlung, hohlraum, höhle, Höhle, Hohlraum, Mulde
Μεταφράσεις: leer, hohl, aushöhlung, höhlung, hohlraum, höhle, Höhle, Hohlraum, Mulde