Λέξη: θραύση

Σχετικές λέξεις: θραύση

ψαθυρή θραύση, θραύση κυμάτων, θραύση στα social media κάνει το βίντεο του χάρρυ κλυνν για τις εκλογές, θραύση κρυστάλλων σε α κίνδυνο, θραύση κρυστάλλων κόστος, θραύση κρυστάλλων αυτοκινήτου

Συνώνυμα: θραύση

αυτόματο κλείθρο, κακοκαιρία, στιγμιαίος κρότος, διακοπή, διάσπαση, ρήγμα, αθέτηση, ρήξη, παράβαση νόμου, σπάσιμο, θλάση, αποζημίωση θραύσεως

Μεταφράσεις: θραύση

θραύση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rupture, breakage, break, snap, breaking, fracture

θραύση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rotura, ruptura, la rotura, roturas, rotura de

θραύση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bresche, gewebszerreißung, organzerreißung, ruptur, zerreißen, bruch, reißen, Bruch, Brechen, Bruchs

θραύση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rupture, percer, brouillerie, hernie, crevasse, cassure, éclatement, séparation, éventration, brouille, gerçure, crever, déchirer, crique, fissurer, rompre, bris, casse, la rupture

θραύση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rompere, ernia, rottura, frattura, rotture, la rottura, di rottura, rottura del

θραύση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fenda, brecha, ruptura, quebra, quebras, a ruptura, rotura

θραύση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gaping, verbreking, opening, breuk, bres, breken, breuken, breekt, het breken

θραύση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пролом, разрыв, грыжа, ссора, обрыв, прорыв, перелом, поломка, поломки, обрыва

θραύση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brokk, brudd, brekkasje, skade, knusing

θραύση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brock, brott, sönder, går sönder, gå sönder

θραύση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyrä, välirikko, katketa, murros, katkeama, murtaa, murtua, murtuminen, rikkoutuminen, rikkoutumisen, rikkoutumista, särkyminen

θραύση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, brud på, beskadigelse, knækker, går i stykker

θραύση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
protrhnout, přetrhnout, zlomení, přetržení, kýla, prasknutí, průlom, puknout, roztržení, roztrhnout, rozbití, poškození, přerušení

θραύση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeszkoda, przerywać, rwać, zerwanie, przepuklina, przerwa, pęknięcie, zrywać, poróżnienie, pękać, przerwanie, przebicie, ruptura, złamanie, uszkodzenie, rozbicie, pęknięcia, breakage

θραύση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakítás, törés, törése, törést, törését, törési

θραύση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırılma, kırılması, kopması, kopma, kırık

θραύση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проривши, проривання, перелом, поломка, крах, несправність

θραύση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thyerje, thyerje e, send i thyer, thyerje ka

θραύση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прорез, чупене, счупване, скъсване, разрушаване, разкъсване

θραύση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паломка

θραύση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rebend, katkestama, katkestus, murdumine, purunemise, purunemine, purunemist, murdumiskohad

θραύση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kila, prekinuti, prekid, pukotina, probiti, lom, loma, pucanja, kvar, lomljenje

θραύση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skemmdir, fyrir skemmdir, Breakage, broti, Brot

θραύση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lūžimas, lūžimo, trūkis, lūžiai

θραύση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
avārija, pārrāvums, lūzumu, salaušana

θραύση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оштетување, кинење, кршење, кршењето, раскинување

θραύση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ruptură, rupere, ruperea, spargerea, spargere, spargerii

θραύση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prelom, loma, polomljene, zlomu, pretrganje

θραύση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozkol, puknutí, prasknutí, rozbitie, rozbitia, rozbitiu, rozbití
Τυχαίες λέξεις