Βαθουλωμένος στα γερμανικά
Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aushöhlung, hohlraum, hohl, leer, höhlung, höhle, verbeult, eingebeult, eingedrückt, verbeulten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος
βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, βαθουλωμένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- βαθμολόγηση στα γερμανικά - einstufung, abstufend, benoten, bewertung, benotung, kornverteilung, Markierung, ...
- βαθμός στα γερμανικά - fleck, grad, marke, zensur, maß, ausdehnung, mark, ...
- βαθουλώνω στα γερμανικά - vertiefung, kerbe, delle, beule, kratzer, Delle, Beule, ...
- βαθούλωμα στα γερμανικά - beule, kerbe, delle, vertiefung, kratzer, Delle, Beule, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: aushöhlung, hohlraum, hohl, leer, höhlung, höhle, verbeult, eingebeult, eingedrückt, verbeulten
Μεταφράσεις: aushöhlung, hohlraum, hohl, leer, höhlung, höhle, verbeult, eingebeult, eingedrückt, verbeulten