Ausschmücken στα ελληνικά

Μετάφραση: ausschmücken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοσμώ, καλλωπίζω, κοσμώ, λουσάρω, στολίζω, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
Ausschmücken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausschluss στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
  • ausschlüsse στα ελληνικά - αποκλεισμοί, αποκλεισμούς, αποκλεισμών, οι αποκλεισμοί, αποκλεισμοί που
  • ausschmückung στα ελληνικά - διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
Τυχαίες λέξεις
Ausschmücken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοσμώ, καλλωπίζω, κοσμώ, λουσάρω, στολίζω, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν