Τροφοδοσία στα αγγλικά
Μετάφραση: τροφοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
catering, supply, feed, power, feeding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: τροφοδοσία
catering
- τροφοδοσία
- τροφοδοσία
- τροφοδοσία
Σχετικές λέξεις: τροφοδοσία
τροφοδοσία χώρων μαζικής εστίασης, τροφοδοσία πλοίων, τροφοδοσία με μπουκάλι, τροφοδοσία με σιρόπι, τροφοδοσία ξενοδοχείων, τροφοδοσία λεξικό γλώσσας αγγλικά, τροφοδοσία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- τροφαντός στα αγγλικά - corpulent, plump, trofantos
- τροφικός στα αγγλικά - alimentary, nutritive, trophic, a trophic
- τροφοδοτώ στα αγγλικά - fuel, feed, stoke, victual, cater for
- τροφοδότης στα αγγλικά - caterer, feeder, feeder is, drawer
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοσία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: catering, supply, feed, power, feeding
Μεταφράσεις: catering, supply, feed, power, feeding