Bündig στα ελληνικά

Μετάφραση: bündig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοκκινίζω, ξεπλύνετε, φλος, flush, ίδιο επίπεδο, στο ίδιο επίπεδο
Bündig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bündeln στα ελληνικά - μάτσο, τσαμπί, δέσμη, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες
  • bündelung στα ελληνικά - ομαδοποίηση, δεματοποίησης, συνένωση, συνολικές συμφωνίες, συνολικών συμφωνιών
  • bündigkeit στα ελληνικά - συντομία, συντομίας, λόγους συντομίας, τη συντομία
  • bündnis στα ελληνικά - συμμαχία, πρωτάθλημα, συνασπισμός, συνομοσπονδία, κατηγορία, Συμμαχίας, Alliance, ...
Τυχαίες λέξεις
Bündig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοκκινίζω, ξεπλύνετε, φλος, flush, ίδιο επίπεδο, στο ίδιο επίπεδο