Λέξη: σπιτικό
Σχετικές λέξεις: σπιτικό
σπιτικό έδεσμα, σπιτικό θέρμη, σπιτικο φυστικοβούτυρο, σπιτικό παγωτό βανίλια, σπιτικό πατησίων, σπιτικό ψωμί, σπιτικό παγωτό, σπιτικό ξάνθη, σπιτικό γιαούρτι, σπιτικό φαγητό
Συνώνυμα: σπιτικό
σπιτίσιος, σπιτικός
Μεταφράσεις: σπιτικό
σπιτικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
household, homemade, home, home made
σπιτικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
familia, casero, casa, hogar, casera, homemade, hecho en casa, caseros
σπιτικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
privathaushalt, haushalt, familie, selbst gemacht, hausgemachte, hausgemachten, hausgemachtes, hausgemachter
σπιτικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maisonnée, ménage, foyer, ménager, maison, famille, fait à la maison, fait maison, faits maison, faite maison
σπιτικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
famiglia, fatto in casa, casalingo, fatta in casa, fatti in casa, in casa
σπιτικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
família, caseiro, homemade, caseiros, caseira, caseiras
σπιτικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezin, huishouden, huishouding, eigengemaakt, zelfgemaakte, zelfgemaakt, huisgemaakte, eigengemaakte
σπιτικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
домочадцы, домашний, семья, ферма, хозяйство, домашнее, домашние, домашнего, самодельный
σπιτικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
husholdning, familie, slekt, hjemmelaget, hjemmelagde, hjemmelagede, hjemmelagd, hjemmebakt
σπιτικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hemlagad, hemgjord, hemmagjord, hemlagade, hembakat
σπιτικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kotitalous, talous, talonväki, perhe, huonekunta, kotitekoinen, kotitekoisia, kotitekoista, kotiruokaa, kotitekoiset
σπιτικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
husstand, familie, hjemmelavet, hjemmelavede, hjemmebagt, hjemmebagte
σπιτικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rodina, domácnost, dům, domácí, homemade
σπιτικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
domostwo, domowy, dom, gospodarstwo, domowej roboty, domowych, homemade, domowe
σπιτικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házi, házi készítésű, házilag, házias, a házi
σπιτικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aile, ev yapımı, yapımı, homemade
σπιτικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
господарство, родина, домашній, Домашний, Домашнє, домашню, домашня
σπιτικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
familje, shtëpie, i bërë në shtëpi, shtëpi, bërë vetë, e bërë vetë
σπιτικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
домакинство, домашно, домашна, домашно приготвена, домашен, домашно приготвени
σπιτικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сям'я, хатні, дамашні, хатняе, хатнюю
σπιτικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
majapidamine, pere, omatehtud, omavalmistatud, koduvein, isetehtud, homemade
σπιτικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kućni, kućanstvo, domaćinstvo, domaći, domaće, domaća, domaću, domaćeg
σπιτικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bú, heimabakað, heimatilbúinn, heimasmíðaður, heimabökuðu, heimatilbúið
σπιτικό στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
domus
σπιτικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šeimyna, šeima, naminis, namų, naminės, homemade, naminė
σπιτικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģimene, pašdarināts, mājās, mājās gatavotu, homemade, pašmāju
σπιτικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
домашна, рачно изработена, домашно, домашен, домашни
σπιτικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de casă, casă, casa, de casa, făcut în casă
σπιτικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
domač, domače, homemade, domača, domači
σπιτικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
domácnosť, domáce, domáci, domácej, domácu, domácich
Στατιστικά δημοτικότητας: σπιτικό
Τυχαίες λέξεις