Λέξη: φυλάκιση
Σχετικές λέξεις: φυλάκιση
φυλάκιση κολοκοτρώνη, φυλάκιση 14 ετών σε 20χρονο γιατί έσπασε το κουρείο ενός πακιστανού, φυλάκιση με αναστολή τι σημαίνει, φυλάκιση κάθειρξη διαφορά, φυλάκιση έως 1 χρόνο σε όσους δεν ψηφίσουν στις ευρωεκλογές, φυλάκιση τιμοσένκο, φυλάκιση στον μελισσανίδη, φυλάκιση κάθειρξη, φυλάκιση με αναστολή, φυλάκιση για χρέη στο δημόσιο
Συνώνυμα: φυλάκιση
απειλή, εξαναγκασμός, περιορισμός, επιμέλεια, φύλαξη, επιτήρηση, κηδεμονία, φρούρηση, δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, περιτείχιση, λοχεία, τοκετός
Μεταφράσεις: φυλάκιση
φυλάκιση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
imprisonment, incarceration, prison, imprisonment of
φυλάκιση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prisión, encarcelamiento, reclusión, de prisión, cárcel
φυλάκιση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verhaftung, gefangenschaft, inhaftierung, haft, Gefangenschaft, Haft, Gefängnis, Inhaftierung, Freiheitsentzug
φυλάκιση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
geôle, captivité, cachot, emprisonnement, tôle, détention, prison, incarcération, l'emprisonnement, d'emprisonnement
φυλάκιση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imprigionamento, detenzione, prigionia, reclusione, prigione
φυλάκιση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encarceramento, prisão, aprisionamento, de prisão, detenção
φυλάκιση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gevangenisstraf, gevangenschap, opsluiting, een gevangenisstraf, vrijheidsstraf
φυλάκιση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плен, заключение, заточение, лишение свободы, лишения свободы, тюремное заключение, лишением свободы
φυλάκιση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fengsling, fengsel, fengselsstraff, fengsels, fangenskap
φυλάκιση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fängelse, fängelsestraff, fängslandet, fängelse i, fängslande
φυλάκιση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vankeus, vangitseminen, vankeusrangaistus, vankeutta, vankeuteen, vankeusrangaistukseen
φυλάκιση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fængsling, fængsel, fængselsstraf, fængslingen, frihedsstraf
φυλάκιση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vězení, uvěznění, odnětí svobody, věznění, trest odnětí svobody
φυλάκιση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
więzienie, uwięzienie, poród, areszt, pozbawienia wolności, więzienia
φυλάκιση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
börtönbüntetés, bebörtönzés, szabadságvesztés, börtönbüntetésre ítélték, bebörtönzése, bebörtönzését
φυλάκιση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hapis, hapis cezası, hapis cezasına, boyu hapis, hapsi
φυλάκιση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позбавлення волі, позбавлення волі на
φυλάκιση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burgim, burg, me burgim, burgimi, me burg
φυλάκιση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
затваряне, лишаване от свобода, затвор, свобода, лишаване
φυλάκιση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазбаўленне волі, пазбаўленьне волі, зняволенне, пазбаўленьня волі
φυλάκιση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vangistus, vangistusega, vangistuse, vangistust, vabadusekaotusega
φυλάκιση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zatvor, zatvora, kazna zatvora, kaznom zatvora, zatvaranje
φυλάκιση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fangelsi, í fangelsi, fangelsun
φυλάκιση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įkalinimas, laisvės atėmimu, laisvės atėmimas, laisvės atėmimo, kalinimas
φυλάκιση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieslodzījums, apcietināšana, cietumsods, ieslodzījumu, ieslodzīšana
φυλάκιση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
затвор, казна затвор, казна, затворање, затворска казна
φυλάκιση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
captivitate, închisoare, închisoare de, pedeapsa cu închisoarea, de închisoare, închisoare pe
φυλάκιση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zapor, zaporna kazen, zapora, zaporne kazni, zaporno kazen
φυλάκιση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odňatia, odňatie, odňatí, zrušenie, odobratí