Λέξη: σπινθηροβόλος
Συνώνυμα: σπινθηροβόλος
σπινθηρισμός
Μεταφράσεις: σπινθηροβόλος
σπινθηροβόλος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
twinkling, scintillating, sparkling
σπινθηροβόλος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
instante, momento, brillante, centelleante, chispeante, centelleo, deslumbrante
σπινθηροβόλος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
funkeln, augenblick, blitzen, glitzernd, funkelnd, funkelnden, schillernde, funkelnde, szintillierenden
σπινθηροβόλος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
instant, moment, scintillation, scintillement, étincellement, scintillant, scintillante, scintillatrice, scintillateur
σπινθηροβόλος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attimo, momento, istante, scintillante, scintillating, scintillanti, sfavillante
σπινθηροβόλος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
momento, instante, cintilante, cintilantes, cintilando, cintilação, de cintilação
σπινθηροβόλος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wip, tel, tijdstip, moment, ogenblik, oogwenk, sprankelende, sprankelend, sprankelen, tintelende, fonkelende
σπινθηροβόλος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сверкание, мелькание, мерцание, мигание, мгновение, частый, частый проблесковый, мерцающим, сверкающий, сцинтилляционный
σπινθηροβόλος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øyeblikk, scintillating, glimrende, glitrende, gnistrende
σπινθηροβόλος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blinkande, scintillerande, scintillating, lysande, medryckande
σπινθηροβόλος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silmänräpäys, hetki, heleä, säkenöivä, scintillating, säkenöiviin, vilkkuvia, kiinnostava
σπινθηροβόλος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
funklende, scintillerende, strålende, æggende, glitrende
σπινθηροβόλος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záření, okamžik, jiskřící, probleskující, Probleskujícím, scintilační, jiskřivý
σπινθηροβόλος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
iskrzenie, chwila, migotanie, migające, scintillating, błyskotliwy, błyskotliwa, iskrzący
σπινθηροβόλος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sziporkázó, Kocsis, vibráló, ragyogó, szikrázó
σπινθηροβόλος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
an, scintillating, yeterince çekici, parıltıcı, kamaştırıcı, ışıltılı
σπινθηροβόλος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мерехтіння, миготіння, мить, мелькання, частий, найчастіший, часте, частіший
σπινθηροβόλος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vezullues, scintillating, që vizëllon, vizëllon, që vizëllon nga, vizëllon nga
σπινθηροβόλος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мигновение, проблясващи, Блещукаща, искрящ, искряща, и невзрачен
σπινθηροβόλος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часты, частае, частая
σπινθηροβόλος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pilgutus, sädelev, vilkuva, Vilkuv, stsintilleeruvad, vilkuva tule
σπινθηροβόλος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
scintillating
σπινθηροβόλος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glitur
σπινθηροβόλος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smagiausia, Blyksintis
σπινθηροβόλος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mirgojoša, mirgojošās
σπινθηροβόλος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
scintillating, брилијатен, сцинтилирачки
σπινθηροβόλος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scăpărător, scintilație, scintillating, scânteietoare, scanteietor
σπινθηροβόλος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Utripajoča, iskriva, utripajočih
σπινθηροβόλος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mihotavý, okamžik, iskriace, Iskriaci, šumivé, iskriaca, iskrivá