Begehen στα ελληνικά
Μετάφραση: begehen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράβηγμα, δεσμεύω, τραβώ, κάνω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- begegnung στα ελληνικά - αναμέτρηση, συνάντηση, συναντώ, συνάντησης, αντιμετωπίζουν, συναντούν, επαφή
- begegnungen στα ελληνικά - συναντήσεις, συναντά, αντιμετωπίζει, συναντήσεων, επαφές
- begehend στα ελληνικά - διάπραξη, διαπράττουν, διαπράττει, τη διάπραξη, τη δέσμευση
- begehren στα ελληνικά - μεγάλος, μακρύς, ανάγκη, καημός, επιθυμία, θέλω, έλλειψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Begehen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράβηγμα, δεσμεύω, τραβώ, κάνω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Μεταφράσεις: τράβηγμα, δεσμεύω, τραβώ, κάνω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται