Λέξη: αμυντικός

Σχετικές λέξεις: αμυντικός

αμυντικός ρεαλισμός, αμυντικός προγραμματισμός c, κεντρικός αμυντικός, αμυντικός εξοπλισμός, αμυντικός προγραμματισμός, αμυντικόσ τύποσ, ακραίος αμυντικός, αμυντικός πόλεμος, αμυντικός μηχανισμός του διαχωρισμού, αμυντικόσ μέσοσ

Μεταφράσεις: αμυντικός

αμυντικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defensive, defender, back, defense

αμυντικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
defensivo, defensiva, defensivo de, defensa, la defensiva

αμυντικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
defensiv, defensive, Verteidigungs, defensiven, Abwehr

αμυντικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défensif, défensive, défense, de défense, la défensive

αμυντικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
difensiva, difensivo, campo, difesa

αμυντικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
defensivo, defensiva, defesa, de defesa, na defensiva

αμυντικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
defensief, defensieve, verdediging, verdedigende, defensie

αμυντικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
защитный, оборона, оборонительный, защитительный, заградительный, оборонный, оборонительные, оборонительной, оборонительная, оборонительную

αμυντικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
defensiv, defensive, egen bane, egen, bane

αμυντικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
defensiv, defensiva, försvars, defensiven, defensivt

αμυντικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puolusteleva, turvaava, puolustava, puolustuksen, puolustuslinjan, puolustuskannalla, puolustuskannalle

αμυντικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
defensiv, defensive, forsvar, forsvarsfejl, defensiven

αμυντικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obranný, defenzivní, obranné, obranná, obrannou

αμυντικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
defensywny, defensywa, obronny, obronna, obronną

αμυντικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
defenzív, defenzíva, védekező, védelmi, védekezése, védelme

αμυντικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunma, defans, defansif, savunmacı, rakip defans

αμυντικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захисний, оборонний

αμυντικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i justifikueshëm, mbrojtëse, mbrojtës, mbrojtjes, Reparti i mbrojtjes

αμυντικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отбранителен, защитата, защита, на защитата, отбранителна

αμυντικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абарончы, абаронны, абараняльны

αμυντικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaitsev, kaitsja, kaitseliini, kaitslik, kaitsemehhanismi

αμυντικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obrambenim, obramben, obrambeni, obrambena, obrambeno, obrambene, obrani

αμυντικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varnar, Varnarsinnaður, Varnarsinnaður Yfir, varnarstöðu, í vörn

αμυντικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gynyba, gynybinės, gynybinė, gynybinis, gynėjų

αμυντικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizsardzības, aizsargu, aizsardzībā, piesardzīga, aizsargājošs

αμυντικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Одбраната, дефанзивна, дефанзива, одбранбен, дефанзивен

αμυντικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
defensiv, defensivă, defensive, apărare, apărării

αμυντικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrambni, defenzivno, defensive, obrambi, obrambna

αμυντικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obranný, obrany, obranného, obrana, obranu
Τυχαίες λέξεις