Beiläufig στα ελληνικά

Μετάφραση: beiläufig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκυρία, ευκαιρία, τυχαίος, τύχη, ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, πιθανότητα, ανέμελα, αδιάφορα, επιπόλαια, άνετα, τυχαία
Beiläufig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beileid στα ελληνικά - συλλυπητήρια, συμπάθεια, συμπάθειά, τη συμπάθειά, συμπάθειας, συμπαράστασή
  • beiläufige στα ελληνικά - ανέμελος, Casual, περιστασιακή, Καθημερινά, Άνετος
  • beim στα ελληνικά - σε, ο, η, το, την, της
Τυχαίες λέξεις
Beiläufig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκυρία, ευκαιρία, τυχαίος, τύχη, ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, πιθανότητα, ανέμελα, αδιάφορα, επιπόλαια, άνετα, τυχαία