Σαρκικός στα αγγλικά

Μετάφραση: σαρκικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carnal, fleshly, sensual
Σαρκικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: σαρκικός

carnal
  • σαρκικός
  • ασελγής
fleshly
  • σαρκικός
sensual
  • αισθησιακός
  • σαρκικός
  • φιλήδονος

Σχετικές λέξεις: σαρκικός

σαρκικός πόλεμος, σαρκικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, σαρκικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • σαρκασμός στα αγγλικά - dig, sarcasm, quip, sarcastic, sarcastic comments, that sarcasm
  • σαρκαστικός στα αγγλικά - sarcastic, caustic, taunting, mordant, vitriolic, being sarcastic
  • σαρκοβόρος στα αγγλικά - carnivorous, flesh eating
  • σαρκοφάγος στα αγγλικά - carnivorous, sarcophagus, sarcophagus was, sarcophagus of, sarcophagus in
Τυχαίες λέξεις
Σαρκικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: carnal, fleshly, sensual