Λέξη: ανοιχτός
Σχετικές λέξεις: ανοιχτός
ανοιχτός τομογράφος, ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός, ανοιχτός διαγωνισμός, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος, ανοιχτός παιδότοπος, ανοικτός αρτηριακός πόρος, ανοιχτός δήμος - ενεργοί πολίτες, ανοιχτός κώδικας, ανοιχτός κοινωνικός χώρος σβούρα, ανοιχτός διάλογος
Συνώνυμα: ανοιχτός
ανοιχτό, ανοικτός, ειλικρινής
Μεταφράσεις: ανοιχτός
ανοιχτός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
open, an open, turned, open to, turned on
ανοιχτός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abrir, inaugurar, destapar, despejado, abierto, abierta, abiertos, abiertas, libre
ανοιχτός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufmachen, geöffnet, erschließen, eröffnen, übersichtlich, aufschlagen, öffnet, offen, öffnen, offenen, offene
ανοιχτός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défaire, public, ouvrent, sincère, entamer, dessiller, ouvrons, ouvert, entament, amorcer, commencer, ouvrir, dégagé, révéler, découvert, débuter, ouverte, ouverts, ouvertes, ouverture
ανοιχτός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esordire, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, aperte
ανοιχτός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
em, abrir, no, na, aberto, aberta, abertos, abertas
ανοιχτός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
openen, openmaken, opendoen, open, openlijk, geopend, geopende, toegankelijk
ανοιχτός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
размыкать, приоткрытый, стартовать, отмыкать, раскупориться, приотворяться, разжать, открыть, откровенный, неликвидированный, отвориться, некроссированный, приотворить, раскрыться, разверстый, открытый, открытым, открытая, открытой
ανοιχτός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åpenlys, fri, åpne, åpen, åpent, keeper, open
ανοιχτός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öppen, öppna, öppet, Open
ανοιχτός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avara, aukaista, avautua, avoin, aava, perustaa, auki, aukea, avonainen, avata, aukinainen, avoinna, avoimen, avoimia
ανοιχτός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbne, åbent, åben, Åbn, Open
ανοιχτός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veřejný, nepokrytý, odhalit, rozevřít, volný, přímý, zahájit, zřejmý, neskrývaný, odemknout, upřímný, nechráněný, otvírat, začít, patrný, otevřít, otevřeno, otevřený, otevřené, otevřená
ανοιχτός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inaugurować, wolny, otwarty, ogłaszać, rozwarty, szczery, objawiać, rozpiąć, czynny, rozpocząć, otwierać, skłonny, publiczny, brać, rozpoczynać, otworzyć, otwarte, otwarta, open, otwartym
ανοιχτός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyílt, nyitott, nyitva, Kinyitni, Kinyitni a
ανοιχτός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açmak, açık, Open, açıktır, açık bir, açın
ανοιχτός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкритий, відкривати, відчинити, відкриття, відкритим, відкритих, відкритими, відкритою
ανοιχτός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hap, çel, çelët, hapur, i hapur, të hapur, e hapur, hapura
ανοιχτός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отворени, отворен, отварям, отворена, отворено, открит
ανοιχτός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адкрыты, адчыняць, адкрытым, адчыненым, адкрытых
ανοιχτός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avalik, avama, lahti, avatud, on avatud, open, avada
ανοιχτός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otvoren, otvoreno, razjasniti, otvorena, otvoreni, otvorene
ανοιχτός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opinn, opna, opin, opið, opnar
ανοιχτός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patefacio
ανοιχτός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atviras, atidaryti, atvira, atviro, atviros
ανοιχτός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvērt, atvērts, atvērta, atvērtā, atvērtas
ανοιχτός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворен, отворена, отворено, отворени, софтвер со отворен
ανοιχτός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deschide, deschis, Deschideți, deschisă, A deschide, deschise
ανοιχτός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odpirati, odprt, odpreti, odprto, odprta, open, odprte
ανοιχτός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otvoriť, otvorené, otvorených, otvorený, otvorená
Τυχαίες λέξεις