Beilegung στα ελληνικά

Μετάφραση: beilegung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό, οικισμός
Beilegung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beilegen στα ελληνικά - προσθέτω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
  • beilegend στα ελληνικά - beile
  • beilegungen στα ελληνικά - οικισμοί, Διακανονισμών, τακτοποιήσεις, Αποικίες, Οικισμών
  • beileid στα ελληνικά - συλλυπητήρια, συμπάθεια, συμπάθειά, τη συμπάθειά, συμπάθειας, συμπαράστασή
Τυχαίες λέξεις
Beilegung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό, οικισμός