Λέξη: μαντολίνο

Σχετικές λέξεις: μαντολίνο

μαντολίνο νότες, μαντολίνο λαχανικών, μαντολίνο ετυμολογία, μαντολίνο κούρδισμα, μαντολίνο κουζίνας, μαντολίνο βικιπαίδεια, μαντολίνο τιμές, μαντολίνο του λοχαγού κορέλι, μαντολίνο κοπής, μαντολίνο αγορά

Μεταφράσεις: μαντολίνο

μαντολίνο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mandolin, mandoline, the mandolin, mantoline

μαντολίνο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mandolina, la mandolina, Mandolin, mandolín, de la mandolina

μαντολίνο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mandoline, Mandoline, Mandolin, Mandolinen

μαντολίνο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mandoline, la mandoline, mandolin, de la mandoline, de mandoline

μαντολίνο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mandolino, il mandolino, mandolin, di mandolino, del mandolino

μαντολίνο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mandolim, bandolim, Mandolin, do bandolim, o bandolim

μαντολίνο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mandoline, Mandolin, van de mandoline, de mandoline, mandoline van

μαντολίνο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мандрагора, мандолина, мандолины, мандолине, мандолину, мандолиной

μαντολίνο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mandolin, mandolinen

μαντολίνο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mandolin, mandolinen

μαντολίνο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mandoliini, mandoliinia, mandoliinin, mandolin, mandolinisti

μαντολίνο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mandolin, mandolinen

μαντολίνο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mandolína, mandolínu, mandolin, mandolínový, mandolinista

μαντολίνο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mandolina, Mandolin, mandolinie, mandoliny

μαντολίνο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mandolin, mandolinon, mandolinnal

μαντολίνο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mandolin, ise mandolin, mandolinci, mandolini

μαντολίνο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щелепу, щелепа, мандоліна, мандолина

μαντολίνο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mandolinë

μαντολίνο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мандолина, мандолинен, тамбура, Мандолината, Мандолината на

μαντολίνο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мандаліна, мандоліна, мандаліны

μαντολίνο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mandoliin, mandoliini, mandolin, mandoliinil, mandoliinivirtuoose

μαντολίνο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mandolina, mandolini, mandolinu, mandoline

μαντολίνο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mendólín, A mendólín

μαντολίνο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mandolina, mandolin, Mandolīna

μαντολίνο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mandolīna, mandolīnu, mandolīnas

μαντολίνο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мандолина, мандолинскиот, мандолини, мандолината, тамбури

μαντολίνο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mandolină, mandolina, mandolin, mandoline, mandolinei

μαντολίνο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mandolína, mandolina, mandolin, mandoline

μαντολίνο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mandolína, Mandolin
Τυχαίες λέξεις