Λέξη: ετυμολογία
Σχετικές λέξεις: ετυμολογία
ετυμολογία λέξεων online, ετυμολογία επιθέτου, ετυμολογία αλέξανδρος, ετυμολογία αρχέγονος, ετυμολογία με κάρτες, ετυμολογία λέξης άνθρωπος, ετυμολογία της λέξης μυστρί, ετυμολογία της λέξης σχολείο, ετυμολογία της λέξης μύτη, ετυμολογία λέξεων, ετυμολογια
Μεταφράσεις: ετυμολογία
ετυμολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
etymology, etymology of, the etymology, derivation
ετυμολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
etimología, la etimología
ετυμολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
etymologie, Etymologie, die Etymologie, etymology, der Etymologie
ετυμολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étymologie, l'étymologie, étymologique
ετυμολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
etimologia, etimo, l'etimologia, all'etimologia, etymology
ετυμολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
etimologia, etymology, a etimologia
ετυμολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
etymologie, de etymologie, etymology, etymologisch, woordafleiding
ετυμολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
этимология, этимологии, этимологию
ετυμολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etymologi, etymology, etymologien, etymologiske
ετυμολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
etymologi, etymology, etymologin, etymologyen, etymologiska
ετυμολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etymologia, sananselitysoppi, etymologian, etymologiasta, etymology, sanan alkuperä
ετυμολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
etymologi, etymologien, etymology, etymologisk
ετυμολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
etymologie, etymologii, etymology, etymologií
ετυμολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
etymologia, źródłosłów, etymologii, etymology, etymologię
ετυμολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
etimológia, etimológiája, etimológiát, etimológiáját, etymology
ετυμολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etimoloji, etimolojisi, etimolojik, etymology, bir etimoloji
ετυμολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
етимологія, Споріднені слова, Споріднені
ετυμολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
etimologji, etimologjia, etimologji e
ετυμολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
етимология, етимологията
ετυμολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
этымалогія, этымалёгія, Этымалогія Паходзіць, эцімалогія, этымалёгія гэтага
ετυμολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
etümoloogia, Nimisõna, etümoloogiat, etümoloogiast, etümoloogiaga
ετυμολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
etimologija, etimologiji, etimologije, potiče i, se etimologija
ετυμολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
orðsifjafræði
ετυμολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
etimologija, etimologiją, etimologijos, neskirta
ετυμολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
etimoloģija, etimoloģijas
ετυμολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
етимологијата, етимологија, терминологија, етимологијата речиси, терминологија доа
ετυμολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
etimologie, etimologia, etimologiei, etimologic, de etimologie
ετυμολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
etimologija, etimologije, etymology, Izvor, etimologijo
ετυμολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
etymológie, etymológia, etymologie
Στατιστικά δημοτικότητας: ετυμολογία
Τυχαίες λέξεις