Λέξη: πάθος

Σχετικές λέξεις: πάθος

πάθος γνωμικά, πάθος μου λάθος μου, πάθος και οίνος, πάθος συνώνυμο, πάθος συνώνυμα, πάθος και ηδονή, πάθος ετυμολογία, πάθος στην τοσκάνη, πάθος μάθος

Συνώνυμα: πάθος

συμπαθητικότης, συγκίνηση, σφοδρό αίσθημα, παραφορά, ντέρτι

Μεταφράσεις: πάθος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ardency, passion, pathos, passionate, a passion, passionately
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasión, la pasión, pasion, amor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hitze, inbrunst, innigkeit, eifer, leidenschaftlichkeit, Leidenschaft, Passion, Passions, die Leidenschaft
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaleur, flamme, ardeur, passion, la passion, de passion, passions, amour
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passione, la passione, della passione, passioni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paixão, a paixão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passie, hartstocht, de passie, passion, lijden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
страсть, страсти, страстью, увлечение
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lidenskap, lidenskapen, lidenskap for, passion
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passionen, lidelse, passion för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
intohimo, passion, intohimoa, intohimonsa, intohimon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lidenskab, lidenskaben
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žhavost, vášeň, vášní, nadšení, vášně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gorliwość, żar, żarliwość, pasja, namiętność, pasją, pasji, pasję
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenvedély, a szenvedély, szenvedéllyel, szenvedélye, szenvedélyt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutku, tutkusu, passion, bir tutku, tutkum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запал, пристрасть, страсть
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasion, pasioni, pasionin, pasioni i, pasion i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страст, страстта, страсти, пасион
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запал, страсць, страсть
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirg, kirge, kire, kannatuslille, passion
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strast, strasti, ljubav, je strast, pasija
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ástríða, ástríðu, áhugi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aistra, aistros, passion, aistrą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaislība, aizraušanās, passion, kaislību, kaisle
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
страст, пасија, страста
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pasiune, pasiunea, pasiunii, patimă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vaše, strast, passion, strasti, strast do
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zápal, vášeň

Στατιστικά δημοτικότητας: πάθος

Τυχαίες λέξεις