Bereich στα ελληνικά

Μετάφραση: bereich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωράφι, προσγειώνομαι, πατρίδα, αρένα, εξοχή, κυριαρχία, τομέας, χωρίζω, περιοχή, μερίδιο, σπιθαμή, τροχιά, αρμοδιότητα, σφαίρα, διάταξη, διακυμαίνομαι, έκταση, περιοχής, χώρο, ζώνη
Bereich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beredsam στα ελληνικά - ευφραδής, εύγλωττος, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες
  • beredt στα ελληνικά - ευφραδής, εύγλωττος, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες
  • bereiche στα ελληνικά - περιοχές, περιοχών, τομείς, εκτάσεις, χώρους
  • bereichern στα ελληνικά - εμπλουτίζω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
Τυχαίες λέξεις
Bereich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωράφι, προσγειώνομαι, πατρίδα, αρένα, εξοχή, κυριαρχία, τομέας, χωρίζω, περιοχή, μερίδιο, σπιθαμή, τροχιά, αρμοδιότητα, σφαίρα, διάταξη, διακυμαίνομαι, έκταση, περιοχής, χώρο, ζώνη