Λέξη: νοικοκύρης

Σχετικές λέξεις: νοικοκύρης

γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης δερματολόγος

Μεταφράσεις: νοικοκύρης

νοικοκύρης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
landlord, homemaker, householder, nikokiris, landord

νοικοκύρης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
huésped, ama de casa, casero, ama de casa de, homemaker, de ama de casa

νοικοκύρης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermieter, hausbesitzer, gastwirt, Hausfrau, Haus, Hauswirtschaftsleiterin, homemaker

νοικοκύρης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cultivateur, propriétaire, fermier, maître, hôtelier, ménagère, femme au foyer, foyer, au foyer, aide familiale

νοικοκύρης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
casalinga, homemaker, massaia, casalinghe, la casalinga

νοικοκύρης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dona de casa, dona, homemaker, do homemaker, do lar

νοικοκύρης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huisvrouw, gezinshulp, homemaker, huis vrouw

νοικοκύρης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
барин, домовладелец, хозяин, землевладелец, квартирохозяин, лендлорд, помещик, Домохозяйка, домохозяйкой, домохозяйки, Homemaker, домашнего очага

νοικοκύρης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vert, husmor, homemaker, hjemmeværende

νοικοκύρης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värd, hemmafru, Homemaker, Maker

νοικοκύρης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
talonisäntä, vuokraisäntä, isäntä, vuokraaja, kotiäiti, homemaker, kodinhoitaja, perheenemäntä

νοικοκύρης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vært, husmor, hjemmegående, homemaker, hjemmearbejdende

νοικοκύρης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
statkář, hospodář, domácí, hospodyňka, domácnosti, v domácnosti, žena v domácnosti, hospodyně

νοικοκύρης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obszarnik, ziemianin, gospodarz, właściciel, domowa, gospodyni domowa, domową, Gospodynią domową, homemaker

νοικοκύρης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
háziúr, háziasszony, háztartásbeli, háztartásbeliek, otthonteremtő, homemaker

νοικοκύρης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ev kadını, Öğrenci, ev hanımı, ev kadınıydı, homemaker

νοικοκύρης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прісноводний, домогосподарка, домохозяйка

νοικοκύρης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zonjë shtëpie, Shtëpiak, amvisë

νοικοκύρης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
В момента не работя, домакиня, работя, момента не работя, не работя

νοικοκύρης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хатняя гаспадыня, домохозяйка, хатняя

νοικοκύρης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maaomanik, üürileandja, kodune, koduperenaine, oli kodune, koduhoidja

νοικοκύρης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gostioničar, gospodar, posjednik, domaćica, kućanica, homemaker, domaćica koja, domaćica koja je

νοικοκύρης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gestgjafi, húsmóðir, heimavinnandi, heimavinandi

νοικοκύρης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
namų šeimininkės, puoselėtoja, Mokinys, Namų šeimininkas, homemaker

νοικοκύρης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mājsaimniece, Mājsaimnieki, rūpējas par māju, kurš rūpējas par māju

νοικοκύρης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
домаќинка, homemaker, домаќинка која

νοικοκύρης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gospodină, casnica, casnică, homemaker

νοικοκύρης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gospodinja, homemaker

νοικοκύρης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
domáci, gazdinka, gazdiná
Τυχαίες λέξεις