Λέξη: μυθικός

Σχετικές λέξεις: μυθικός

μυθικός βασιλιάς των θηβών, μυθικός γιος του ποσειδώνα, μυθικός ελευσίνιος ήρωας, μυθικός βασιλιάς της φρυγίας, μυθικός βασιλιάς της κύπρου, μυθικός ήρωας της λυδίας, μυθικός βασιλιάς της θράκης, μυθικός γιος της καλλιρρόης, μυθικός βασιλιάς του άργους, μυθικός βασιλιάς της αττικής

Συνώνυμα: μυθικός

μυθώδης

Μεταφράσεις: μυθικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
legendary, mythical, mythic, fabulous, the mythical
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
legendario, mítico, mítica, míticos, míticas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sagenhaft, mythisch, mythischen, mythische, Fabel, mythischer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fabuleux, légendaire, mythique, mythiques, mythique de, mythe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mitico, mitica, mythical, mitici, mitiche
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legendário, legenda, mítico, mítica, mythical, míticos, mística
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
legendarisch, mythisch, mythische, de mythische, mythologische, legendarische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легендарный, мифический, мифическое, мифическая, мифической, мифического
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legendarisk, mytiske, mytisk, mystiske, mythical, mytologiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mytiska, mytisk, mytomspunna, mytiskt, mytomspunnen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarumainen, myyttinen, tarunomainen, myyttisen, myyttisiä, myyttiset, myyttiseen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mytisk, mytiske, sagnomspundne, mytologiske, mystiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
legendární, báječný, mytický, mýtický, mýtické, mýtická, mytické
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
legendarny, bajeczny, mityczny, mityczne, mityczna, mitycznych, mitycznego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mesebeli, mondai, mondabeli, mitikus, a mitikus, mítikus, legendás, misztikus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
efsanevi, mitolojik, mitsel, efsanevi bir, mitik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
легендарно, міфічний, міфічне, міфічна, міфологічний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mitik, legjendar, mitike, sajuar, i sajuar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
митически, митичния, митичен, митично, митичната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міфічны, мітычны, міфічная
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
legendaarne, müütiline, müütilise, müütilist, müütilised, müütiliste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mitski, mitska, mitsko, mitskim, mitskog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
goðsagnakenndur, goðsagnakennda, goðsagnarkenndrar, goðsögulegar, goðsögulega og þjóðsögulega
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mitinis, mistinis, mitinės, mitinė, mitinio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mītisks, teiksmaini, mītisko, mītiskais, mītiska
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
митски, митските, митската, митскиот, митска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
legendar, mitic, mitică, mitice, mitica, mitologic
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
legendární, legendarno, mitski, mitična, mitska, mitološka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mýtický, mýtická, mýtická bytosť
Τυχαίες λέξεις