Beruf στα ελληνικά
Μετάφραση: beruf, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυτίδα, κατοχή, εμπόριο, επιχείρηση, δουλειά, παρατάσσω, επάγγελμα, επενδύω, κατάληψη, γραμμή, καριέρα, επιτήδευμα, κοινότητα, δουλειές, υπόθεση, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bernsteine στα ελληνικά - πορτοκαλί, κεχριμπάρι, κεχριμπαρένιο, κεχριμπαριού, κίτρινο
- bersten στα ελληνικά - έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
- berufe στα ελληνικά - επαγγέλματα, επαγγελμάτων, τα επαγγέλματα, ασχολίες, καταλήψεις
- berufend στα ελληνικά - επίκληση, Επικαλούμενο, Επικαλούμενη, Επικαλούμενοι, Η επίκληση
Τυχαίες λέξεις
Beruf στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυτίδα, κατοχή, εμπόριο, επιχείρηση, δουλειά, παρατάσσω, επάγγελμα, επενδύω, κατάληψη, γραμμή, καριέρα, επιτήδευμα, κοινότητα, δουλειές, υπόθεση, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Μεταφράσεις: ρυτίδα, κατοχή, εμπόριο, επιχείρηση, δουλειά, παρατάσσω, επάγγελμα, επενδύω, κατάληψη, γραμμή, καριέρα, επιτήδευμα, κοινότητα, δουλειές, υπόθεση, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα