Λέξη: εργαζόμενος
Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος
εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος ή εθελοντής σε μκο, εργαζόμενος κλίση, εργαζόμενος έλληνας, εργαζόμενος συνταξιούχος ικα, εργαζόμενος φοιτητής
Μεταφράσεις: εργαζόμενος
εργαζόμενος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
working, worker, employee, a worker, worker is
εργαζόμενος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
explotación, laboral, funcionamiento, trabajar, de trabajo, trabajando
εργαζόμενος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeitsgang, arbeitend, gang, arbeiten, Arbeit, Arbeits, Werk, arbeitet
εργαζόμενος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exploitation, travaillant, de travail, travail, travailler, travaille
εργαζόμενος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavoro, di lavoro, lavorazione, che lavora, lavorando
εργαζόμενος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trabalhar, trabalho, trabalhando, trabalha, de trabalho
εργαζόμενος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkend, werkzaam, werk-, werken, werkt
εργαζόμενος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
работа, работает, работать, работают, работая
εργαζόμενος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drift, arbeider, jobber, jobbe, arbeide, arbeids
εργαζόμενος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arbetar, arbeta, arbets, som arbetar, fungerar
εργαζόμενος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivos, toiminta, käynti, touhu, toimiva, työskentely, työ, työ-, työpäivän, työskentelee
εργαζόμενος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arbejder, arbejde, at arbejde, arbejdet, fungerer
εργαζόμενος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobývání, provoz, práce, pracovní, práci, pracuje, pracovat
εργαζόμενος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
praca, pracujący, działanie, pracy, pracuje
εργαζόμενος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dolgozó, dolgozik, munka, működik, munkanapon
εργαζόμενος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalışma, çalışan, çalışıyor, iş, çalışmaya
εργαζόμενος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обличчя, особу, лице, особа, робота, работа, роботу
εργαζόμενος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pune, punuar, duke punuar, punojnë, punon
εργαζόμενος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работа, работещ, работен, работи, работна
εργαζόμενος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праца, работа
εργαζόμενος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töötav, tegev, töö, tööpäeva, töötavad, töötamise, töötab
εργαζόμενος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radnih, radnog, radnu, djelovanje, rad, radni, rade, raditi, radeći
εργαζόμενος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinna, að vinna, unnið, starfa, virka
εργαζόμενος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbo, dirba, dirbti, dirbant, darbas
εργαζόμενος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darba, strādā, strādāt, strādājot, darbojas
εργαζόμενος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работи, работа, работат, кои работат, работни
εργαζόμενος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de lucru, lucru, lucrează, lucreze, să lucreze
εργαζόμενος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
deluje, delajo, delovne, delovnega, delovni
εργαζόμενος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
práca, práce, prácu, činnosti, práci
Στατιστικά δημοτικότητας: εργαζόμενος
Τυχαίες λέξεις