Κοινότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: κοινότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemeinsamkeit, beruf, gemeinde, gemeinschaft, metier, Gemeinde, Gemeinschaft, Community, Gemeinschafts
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινότητα
κοινότητα συνώνυμα, κοινότητα σαμαρίνας, κοινότητα των άμις, κοινότητα αφγανών, κοινότητα λογιστών, κοινότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, κοινότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κοινόβιο στα γερμανικά - kommune, Priorat, Priorei, Kloster, Priorats, priory
- κοινός στα γερμανικά - geläufig, joint, öffentlichkeit, volk, verbindungsstelle, üblich, zusammen, ...
- κοινότυπος στα γερμανικά - banal, fade, klischeehaft, abgedroschen, banalen, banale, abgedroschene
- κοινώς στα γερμανικά - gewöhnlich, gemeinsam, häufig, allgemein, üblicherweise, häufigsten
Τυχαίες λέξεις
Κοινότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gemeinsamkeit, beruf, gemeinde, gemeinschaft, metier, Gemeinde, Gemeinschaft, Community, Gemeinschafts
Μεταφράσεις: gemeinsamkeit, beruf, gemeinde, gemeinschaft, metier, Gemeinde, Gemeinschaft, Community, Gemeinschafts