Berufstätigkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: berufstätigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, επαγγελματική, την επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό, επαγγελματικής
Berufstätigkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berufssänger στα ελληνικά - τραγουδιστής, τραγουδίστρια, επαγγελματίας τραγουδιστής, επαγγελματίας τραγουδίστρια
  • berufstätig στα ελληνικά - εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
  • beruft στα ελληνικά - συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
  • berufung στα ελληνικά - επιτήδευμα, έφεση, καριέρα, διορισμός, ραντεβού, ορισμός, συνάντηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Berufstätigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, επαγγελματική, την επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό, επαγγελματικής