Beschlagnahmung στα ελληνικά
Μετάφραση: beschlagnahmung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπασμός, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beschlagnahmt στα ελληνικά - κατασχέθηκαν, κατασχέθηκε, κατασχεθεί, που κατασχέθηκαν, κατασχεθέντων
- beschlagnahmte στα ελληνικά - κατασχέθηκαν, κατάσχονται, κατασχέθηκε, δημευθεί, κατασχεθεί
- beschlagnahmungen στα ελληνικά - Κατασχέσεις, Επιληπτικές κρίσεις, Σπασμοί, Κρίσεις, Οι κατασχέσεις
- beschleunigen στα ελληνικά - ταχύτητα, επιταχύνω, επισπεύδω, φόρα, τρέχω, επιταχύνουν, επιταχύνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Beschlagnahmung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπασμός, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών
Μεταφράσεις: σπασμός, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών