Λέξη: ξέφωτο

Σχετικές λέξεις: ξέφωτο

ξέφωτο θεσσαλονίκη, ξέφωτο λευκωσία, ξέφωτο συνώνυμα, ξεφωτο λαδάδικα, ξέφωτο ορισμός, ξέφωτο παραδοσιακή ταβέρνα, ξέφωτο ζύγι, το ξέφωτο, ξέφωτο μεντή, ξέφωτο άλιμος

Συνώνυμα: ξέφωτο

ανοικτός τόπος εντός δάσους, έλος, μικρή κοιλάς, μικρή κοιλάδα, συμψηφισμός

Μεταφράσεις: ξέφωτο

ξέφωτο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clearing, glade, open area, open field, an open area

ξέφωτο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
claro, calvero, glade, claro del, el claro

ξέφωτο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufklärung, rodung, lichtung, abfertigung, verrechnungsverkehr, Lichtung, glade, Waldlichtung, Waldwiese

ξέφωτο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clairière, déblaiement, dégagement, éclaircie, clearing, glade

ξέφωτο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
radura, glade, radura di, radura della

ξέφωτο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
clareira, Glade, do Glade, glade da, o Glade

ξέφωτο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glade, open plek

ξέφωτο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клиринг, осветление, понятность, участок, вырубка, прояснение, ассенизация, чистка, расчистка, прозрачность, прогалина, люфт, очистка, поляна, поляне, Glade, поляну, поляны

ξέφωτο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lysning, glade, glade for, i Glade

ξέφωτο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glade, glänta, gläntan

ξέφωτο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aukeama, aukea, selvitys, aho, perkaus, metsäaukio, metsäaukiolla, Glade, aukealle

ξέφωτο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Glade, lysning, lysning i, i Glade

ξέφωτο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mýtina, paseka, Glade, gladi, palouk

ξέφωτο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kasowanie, kliring, polana, karczowisko, ścieranie, klarowanie, wypogodzenie, poręba, oczyszczanie, rozliczenie, trzebienie, rozrachunek, wymazywanie, Glade, polanie, halizny

ξέφωτο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tisztás, Glade, tisztáson

ξέφωτο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kayran, glade, için glade, klad, açıklığında ormanın

ξέφωτο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чистка, дільницю, відділок, кліринговий, ділянка, поляна, галявина

ξέφωτο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëndinë, lëndinë për, të lëndinë, jemi lëndinë, të lëndinë për

ξέφωτο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
горска поляна, Glade, поляна, Глейд, полянка

ξέφωτο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паляна, поляна, палянка

ξέφωτο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raiesmik, puhastamine, lagendik, Glade, välu, Välurebane

ξέφωτο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razjašnjavanje, čišćenje, proplanak, Glade, u Glade, na proplanak

ξέφωτο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Glade

ξέφωτο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laukymė, glade, kirtavietė, Izcirtums, kirtimas

ξέφωτο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izcirtums, klajums, glade, ka glade

ξέφωτο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
GLADE, Веројатно

ξέφωτο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poiană, Glade, poiana, poienita, luminiș

ξέφωτο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glade, Proplanak, jasa, čistina

ξέφωτο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paseka, rúbanisko, rúbaňa, Pašeka
Τυχαίες λέξεις