Λέξη: ξέρω

Σχετικές λέξεις: ξέρω

ξέρω κάποιο αστέρι, ξέρω δυο μάτια γαλανά, ξέρω τι έκανες πέρυσι το καλοκαίρι, ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. στο μυαλό είναι ο στόχος το νου σου ε, ξέρω τι ζητάω, ξέρω νεκρούς, ξέρω ένα μέρος που δε μοιάζει με κανένα, ξέρω ένα παιδί στίχοι, ξέρω το τέλος και δε μ’ αρέσει ό τι αγαπάω θα με πονέσει, ξέρω νεκρούς στίχοι, δεν ξέρω

Συνώνυμα: ξέρω

γνωρίζω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα, μαθαίνω, πληροφορούμαι

Μεταφράσεις: ξέρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
know, I know
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
saber, reconocer, conocer, gratuitamente, sabe, sé
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
können, wissen, kennen, weiß
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaître, sache, savent, connais, sachez, connaissez, connaissons, savoir, su, savons, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sapere, riconoscere, conoscere, so, sa, saperne
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ver, entender, nó, conhecer, saber, saiba, sabe, sei, sabem
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kennen, weten, weet, jij, kent
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уметь, испытывать, знать, изведать, ведать, знаю, знаете, знаем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kunne, vet, vite, kjenner, kjenne, kjent
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
veta, känna, vet, känner, vet att
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osata, tuntea, tunnistaa, tietää, tiedä, tietävät, tiedämme
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kende, vide, kender, ved
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vědění, vědět, poznat, znát, umět, dovést, vím, víte
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umieć, poznawać, poznać, znać, wiedzieć, dowiedzieć, wiem, wiesz
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tud, tudom, tudni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilmek, biliyorum, biliyor, biliyoruz, biliyorsun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
складний, вузлуватий, скрутний, знати, знать, цікаво
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njoh, di, dini, e di, dinë, e dini
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зная, знака, познавам, знам, знаете, знаем
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ведаць, шляхта, знать, знаць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teadma, tundma, tea, tean
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
znati, znao, saznati, poznavati, znaš, upoznati, znam, znate, znaju, znamo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vita, kunna, þekkja, veit, vitum, veist, að vita
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokėti, žinoti, žinome, žinau
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zināt, zinām, zinu, zina
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
знам, знаете, знае, знаеш, знаат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ti, ști, cunoaște, știu, stiti, știi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znát, vedeti, poznati, vedo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedieť

Στατιστικά δημοτικότητας: ξέρω

Τυχαίες λέξεις