Λέξη: στολισμός
Σχετικές λέξεις: στολισμός
στολισμός βάπτισης, στολισμός εκκλησίας για βάπτιση, στολισμός γάμου με λεβάντα, στολισμός κολυμπήθρας, στολισμός τραπεζιού, στολισμός τραπεζιού γάμου, στολισμός δεξίωσης γάμου, στολισμός γάμου, στολισμός εκκλησίας, στολισμός βάπτισης τιμές
Συνώνυμα: στολισμός
παράταξη, γαρνίρισμα, στολίζων, στολίδι, κόσμημα, διακόσμηση, στόλισμα, παρασημοφορία
Μεταφράσεις: στολισμός
στολισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decoration, adornment, arrayal, titivation, trimming
στολισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adorno, ornamento, condecoración, decoración, adornos, del adorno, adorno de, el adorno
στολισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
band, dekoration, verzierung, medaille, zierrat, ausgestaltung, Schmuck, Zierde, Verzierung, Verzierungen
στολισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parure, ruban, applique, garniture, distinction, médaille, décor, embellissement, ornement, décoration, la parure, parures
στολισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addobbo, ornamento, decorazione, onorificenza, dell'ornamento, l'ornamento, adornment
στολισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adorno, fita, decoração, tira, banda, faixa, adornment, ornamentação, adornos, ornamento
στολισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
decoratie, ridderorde, decor, band, lint, onderscheiding, opsmuk, medaille, sieraad, penning, ornament, tooi, versiering, adornment, verfraaiing
στολισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отличие, прикраса, украшение, убранство, орден, декорация, медаль, награда, отделка, украшением, украшения, украшений
στολισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dekorasjon, pryd, pynt, adornment, stas, utsmykning
στολισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dekoration, ornament, utsmyckning, orden, prydnad, utsmyckningen, prydnads, utsmyckningens
στολισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koristus, koru, koriste, mitali, kunniamerkki, koristelu, adornment, koristukseen, koristukseen käytettäviä
στολισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
orden, pynt, dekoration, udsmykning, udsmykningsgenstande, pryd, adornment
στολισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ozdoba, vyznamenání, ozdobení, řád, výzdoba, ozdobou, ozdobu, okrasa
στολισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdobienie, odznaczenie, ozdoba, wystrój, dekorowanie, dekoracja, wykończenie, order, przybranie, ozdoby
στολισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
díszítmény, szobafestés, díszítés, díszítésre, dísze, éke, dísztárgyak
στολισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
madalya, süs, süsleme, bezeme, süsü, adornment
στολισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окрасу, орден, окраса, прикрасу, прикраса, украшение, прикраси
στολισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stoli, dekor, zbukurim, stolitë, stolitë e, stolia, zbukurimi
στολισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
украшение, украса, накит, накити, украшения
στολισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўпрыгожванне, упрыгожванне, ўпрыгажэнне, ўпрыгожанне, акраса
στολισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaunistus, aumärk, ehtimine, ehe, ehted, kaunistusteks, adornment, ehteid nii
στολισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukras, uređenje, ukrašavanje, dekoracija, kićenje, nakit, uresom, uresa, ures
στολισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
adornment
στολισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medalis, ornamentas, puošmena, papuošalas, papuošalai, puošmena ir, puošmenos
στολισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
medaļa, rota, rotu, greznums, izrotājums
στολισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
украс, украсувањето, украсување, прекрасен украсу
στολισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ornament, medalie, podoabă, podoaba, împodobirea, adornment
στολισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
okras, Kićenje, okrasek
στολισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výzdoba, ozdoba, ornament, ozdoby
Στατιστικά δημοτικότητας: στολισμός
Τυχαίες λέξεις