Beständig στα ελληνικά

Μετάφραση: beständig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκής, επίμονος, στάβλος, σταθερός, συνεχώς, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Beständig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestuhlung στα ελληνικά - καθιστικό, καθίσματα, καθισμάτων, καθιστικού, θέσεων
  • bestände στα ελληνικά - αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές
  • beständige στα ελληνικά - ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
  • beständigkeit στα ελληνικά - σταθερότητα, αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Τυχαίες λέξεις
Beständig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκής, επίμονος, στάβλος, σταθερός, συνεχώς, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών