Λέξη: υποτροφία
Σχετικές λέξεις: υποτροφία
υποτροφία λάτση, υποτροφία παπαδάκη, υποτροφία ικυ, υποτροφία λεβέντη, υποτροφία διδακτορικό 2014, υποτροφία ιεκ, υποτροφία τριανταφυλλίδη, υποτροφία sylff, υποτροφία leonardo da vinci, υποτροφία ωνάση
Συνώνυμα: υποτροφία
αδελφότητα, συναδελφότητα, συντροφιά, υφηγεσία, αδελφότης, ευρυμάθεια, λογιότης, λογιότητα
Μεταφράσεις: υποτροφία
υποτροφία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grant, scholarship, fellowship, a scholarship, scholarship from
υποτροφία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dar, beca, subsidio, ceder, subvención, otorgar, erudición, becas, de becas, beca de
υποτροφία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewilligung, konzession, Stipendium, Gelehrsamkeit, Stipendien, Wissenschaft
υποτροφία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
don, subvention, bourse, dotation, décerner, cadeau, octroi, allouez, allouer, concession, prêter, reconnaître, allouent, allouons, avouer, attribution, bourses, bourse d'études, érudition, bourses d'études
υποτροφία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
borsa di studio, borsa, borse di studio, di borse di studio, cultura
υποτροφία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
outorgar, deferir, granito, bolsa de estudo, bolsa, bolsa de estudos, erudição, scholarship
υποτροφία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concessie, vergunning, studiebeurs, beurs, geleerdheid, wetenschap, scholarship
υποτροφία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разрешать, дотация, допускать, ниспосылать, грант, предоставлять, даровать, дарить, надавать, дозволение, концессия, субсидия, дать, дозволить, отвод, предоставить, стипендия, стипендии, стипендию, стипендий, наука
υποτροφία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevilge, stipend, stipendet, stipend for
υποτροφία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stipendium, stipendiet, stipendie, stipendier
υποτροφία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimilupa, suoda, myyntilupa, luovutus, myöntää, apuraha, stipendi, stipendin, apurahan, apurahaa
υποτροφία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stipendium, legat, stipendiet
υποτροφία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stipendium, udělení, udělit, dar, přidělit, poskytnutí, propůjčit, uznat, podpora, dotace, připustit, subvence, propůjčení, dopřát, poskytnout, stipendia, stipendijní, stipendií, bádání
υποτροφία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stypendium, subwencja, udzielić, udzielenie, dotacja, udzielać, oddać, przyznać, darowizna, nadanie, wyasygnowanie, przyznawać, dofinansowanie, nadawać, zapomoga, użyczać, Stypendialny, Scholarship, stypendiów, nauka
υποτροφία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
adományozás, ösztöndíj, ösztöndíjat, ösztöndíjas, ösztöndíjjal, ösztöndíjasok
υποτροφία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
burs, burs okul, bursu, burslu, bilim
υποτροφία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дозволяти, дозволити, грант, стипендія, стипендію, стипендії
υποτροφία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fal, bursë, bursave, bursa, i bursave, bursat
υποτροφία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
субсидия, концесия, отстъпка, стипендия, стипендии, стипендията, отпускане на стипендии, за стипендии
υποτροφία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стыпендыя, стыпэндыя, стыпендыю, стыпендыі
υποτροφία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimaldama, grant, abiraha, andma, stipendium, stipendiumi, stipendiumide, stipendiumiga
υποτροφία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dozvoliti, omogućiti, darovati, stipendija, stipendije, stipendiju, znanost, stipendiranja
υποτροφία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
styrkur, gefa, veita, veiting, námsstyrk, Scholarship, námsstyrkur, Styrkur, Styrkurinn
υποτροφία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stipendija, stipendijų, stipendijos, stipendiją, stipendijas
υποτροφία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stipendija, stipendiju, stipendijas, zināšanas
υποτροφία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стипендијата, стипендија, стипендии, стипендирање, за стипендирање
υποτροφία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acorda, bursă, bursa, burse, de burse, bursei
υποτροφία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
štipendija, štipendije, štipendijo, štipendiranja, štipendijski
υποτροφία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
grant, štipendium, štipendiá, príspevok na vzdelávanie
Στατιστικά δημοτικότητας: υποτροφία
Τυχαίες λέξεις