Beurlauben στα ελληνικά
Μετάφραση: beurlauben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδεια, άδεια απουσίας, η άδεια απουσίας, την άδεια απουσίας, άδεια απουσίας για, την άδεια απουσίας για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beunruhigung στα ελληνικά - ενόχληση, τρομάζω, συναγερμός, ανησυχία, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ...
- beurkundung στα ελληνικά - πιστοποιητικό, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης
- beurlaubt στα ελληνικά - άδεια απουσίας, η άδεια απουσίας, την άδεια απουσίας, άδεια απουσίας για, την άδεια απουσίας για
Τυχαίες λέξεις
Beurlauben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδεια, άδεια απουσίας, η άδεια απουσίας, την άδεια απουσίας, άδεια απουσίας για, την άδεια απουσίας για
Μεταφράσεις: άδεια, άδεια απουσίας, η άδεια απουσίας, την άδεια απουσίας, άδεια απουσίας για, την άδεια απουσίας για