Λέξη: παρακλάδι

Σχετικές λέξεις: παρακλάδι

wiki παρακλάδι

Συνώνυμα: παρακλάδι

βλαστός, κλάδος, επικύρωση

Μεταφράσεις: παρακλάδι

παρακλάδι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ramification, offshoot, branch, branch of, a branch, offshoot of

παρακλάδι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vástago, ramificación, retoño, rama, ramal

παρακλάδι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auswirkung, verzweigung, nebenlinie, nebenzweig, ausläufer, verästelung, ableger, Ableger, Ausläufer, Abzweigung, Spross

παρακλάδι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accru, embranchement, rejeton, scion, bifurcation, surgeon, ramification, branchement, conséquence, émanation, branche

παρακλάδι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diramazione, propaggine, ramo, emanazione, costola, derivato

παρακλάδι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ramificação, ramo, rebento, galho, desdobramento

παρακλάδι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zijtak, tak, uitloper, afsplitsing, loot

παρακλάδι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отросток, отпрыск, ответвиться, разветвление, вырост, ветвление, отводок, ответвление, побег, ответвлением, ответвления

παρακλάδι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avlegger, offshoot, utløper, utspring, knopp

παρακλάδι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utlöpare, förgrening, avknoppning, offshoot, avläggare

παρακλάδι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haaroitus, haarauma, haara, jaottelu, haarake, vaikutus, verso, haarautuma, sivuhaara, offshoot, vesa

παρακλάδι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udløber, aflægger, særdirektiv, forgrening, udløber af

παρακλάδι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odbočka, výhonek, větvení, odnož, rozvětvení, odnoží, výhonkem, odnože

παρακλάδι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odrośl, odnoga, gałąź, odgałęzienie, rozwidlenie, pochodna, odgałęzieniem

παρακλάδι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sarjadás, törzshajtás, sarj, hajtás, fattyúhajtást, ivadékuk, inda

παρακλάδι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
filiz, dalı, dal, torun, yan kuruluşu

παρακλάδι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відгалуження, рамі

παρακλάδι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
degë, degë e, degëzim, përfundim, zgjatim

παρακλάδι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пробег, издънка, разклонение, клон, гранка

παρακλάδι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адгалінаванне, адгалінаваньне

παρακλάδι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haru, võsu, tagajärg, harunemine, kõrvalharu, Verso, filiaal

παρακλάδι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdanak, mladica, grananje, bijeg, račvanje, ogranak, izdanci, bjekstvo

παρακλάδι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
offshoot, angi

παρακλάδι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
germen

παρακλάδι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atšaka, atžala, Ablegier, atsišakojimas, Išvestinė

παρακλάδι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvase, cēlies

παρακλάδι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изданок, огранок, гранка

παρακλάδι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ramură, lăstari, ramura, offshoot, vlăstar

παρακλάδι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veja, Jašek, poganjek, Ogranak, veja elektronskem

παρακλάδι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odnož, vetva, pobočka, odnoz
Τυχαίες λέξεις