Λέξη: αγνά

Σχετικές λέξεις: αγνά

αγνά αιθέρια έλαια, αγνά αγιορείτικα προϊόντα, αγνά σαμπουάν, αγνά νιάτα, αγνά καλλυντικά, αγνά προϊόντα

Μεταφράσεις: αγνά

αγνά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
purely, pure, fresh, purest, of pure

αγνά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puro, pura, puros, puras, pureza

αγνά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rein, bloß, pur, reinen, reine, reines

αγνά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
proprement, purement, absolument, seulement, pur, purs, pures, pureté

αγνά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
puro, pura, puri, pure

αγνά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
puro, pura, puros, puras, simples

αγνά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiver, puur, rein, zuivere, pure

αγνά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
целиком, вполне, совершенно, чисто, исключительно, чистый, чистой, чистая, чистого

αγνά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ren, rent, rene

αγνά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ren, rent, rena

αγνά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ainoastaan, yksinomaan, puhtaasti, pelkästään, puhdas, puhdasta, puhtaan, puhtaita, puhtaasta

αγνά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ren, rent, rene, pure

αγνά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jedině, naprosto, pouze, čistě, čistý, čistá, čisté, čistého

αγνά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewinnie, tylko, całkowicie, zupełnie, czysto, czysty, czysta, czyste, czystego, czystej

αγνά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tiszta, tisztán, a tiszta, tisztaságú

αγνά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saf, saf bir, olarak saf, temiz

αγνά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пюре, чистий, чисте, чиста

αγνά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pastër, pastër, të pastër, e pastër, pastra

αγνά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чист, чиста, чисто, чисти, чистата

αγνά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чысты, чыстае, чыстую, чыстая

αγνά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhtalt, puhas, puhta, puhast, puhtast, puhtad

αγνά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sasvim, čisto, isključivo, potpuno, čisti, čist, čista, čistog

αγνά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreint, hrein, hreinu, hreinn, hreina

αγνά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grynas, gryna, gryno, švarus, grynos

αγνά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tīrs, tīra, tīru, tīri, tīras

αγνά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чист, чиста, чисто, чистата, чисти

αγνά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pur, pură, pure, pura, curat

αγνά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čista, pure, čisti, čist, čisto

αγνά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čistý, čisté, čistú, čistého
Τυχαίες λέξεις