Bewachen στα ελληνικά

Μετάφραση: bewachen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακρατώ, βλέπω, εξακολουθώ, ρολόι, κρατώ, παρακολουθώ, φρουρά, φύλακας, φρουράς, προστατευτικό, προφυλακτήρα
Bewachen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bevölkerte στα ελληνικά - κατοικημένες, πυκνοκατοικημένη, αραιοκατοικημένες, πυκνοκατοικημένες, κατοικημένη
  • bevölkerung στα ελληνικά - άνθρωποι, κόσμος, άνθρωπος, πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, ...
  • bewachend στα ελληνικά - φρούρηση, φύλαξη, φύλαξης, τη φύλαξη, φύλαγε
  • bewacht στα ελληνικά - επιφυλακτικός, φυλασσόμενο, φυλάσσεται, φρουρείται, φυλαγμένο
Τυχαίες λέξεις
Bewachen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακρατώ, βλέπω, εξακολουθώ, ρολόι, κρατώ, παρακολουθώ, φρουρά, φύλακας, φρουράς, προστατευτικό, προφυλακτήρα