Λέξη: παρέκκλιση
Σχετικές λέξεις: παρέκκλιση
παρέκκλιση λεξικό, παρέκκλιση english, παρέκκλιση ορισμός, γενετική παρέκκλιση, οπορτουνιστική παρέκκλιση, παρέκκλιση ωρολογίου προγράμματος, κατά παρέκκλιση, παρέκκλιση συνώνυμα, παρέκκλιση όρων δόμησης, κοινωνική παρέκκλιση
Συνώνυμα: παρέκκλιση
εκτροπή, διαστροφή, ηθική παρεκτροπή, αναχώρηση, εκκίνηση, ξεκίνημα, απομάκρυνση, αποβίωση, παρεκτροπή, παραλογισμός, λοξοδρόμηση, ψυχική ανωμαλία, ιδιοτυπία, απόκλιση
Μεταφράσεις: παρέκκλιση
παρέκκλιση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aberration, deviation, departure, derogation, way of derogation, a derogation
παρέκκλιση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desviación, aberración, la desviación, desviación de, desvío, de desviación
παρέκκλιση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abbildungsfehler, abweichung, aberration, verzerrung, irrweg, Abweichung, Abweichungs, Abweichungen
παρέκκλιση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aberration, anomalie, distorsion, déviation, déformation, dérive, écart, variation, erreur, type, écarts
παρέκκλιση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aberrazione, deviazione, scostamento, scarto, la deviazione, deviazioni
παρέκκλιση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aberração, desvio, desvios, desvio de, o desvio
παρέκκλιση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aberratie, afwijking, deviatie, afwijkingen, afgeweken
παρέκκλιση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опечатка, отклонение, забывчивость, ошибка, оплошность, аберрация, уклонение, отклонения, отклонением, отступление, девиация
παρέκκλιση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avvik, avviket, avviks
παρέκκλιση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avvikelse, avvikelsen, avvikelser, Medelfel
παρέκκλιση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virhe, vääristymä, erehdys, mielenhäiriö, poikkeama, poikkeaman, poikkeaminen, poikkeamaa, poikkeamat
παρέκκλιση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afvigelse, afvigelsen, afvigelser, fravigelse, afviger
παρέκκλιση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výstřelek, vybočení, poblouznění, aberace, odchylka, úchylka, odchylky, odchylku, odchýlení, odchylce
παρέκκλιση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aberracja, dewiacja, zboczenie, odchylenie, odstępstwo, odchylenia, odchyłka
παρέκκλιση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aberráció, tévelygés, eltérés, eltérést, eltérése, szórás, való eltérés
παρέκκλιση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sapma, sapması, deviasyon, bir sapma
παρέκκλιση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
омана, відхилення, помилка, аберація, збочення
παρέκκλιση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
devijim, shmangie, devijimi, devijimit, shmangia
παρέκκλιση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заблуждение, отклонение, отклонения, отклонението, отклонение на
παρέκκλιση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адхіленне, адхіленьне
παρέκκλιση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
moonutus, hälve, kõrvalekaldumine, kõrvalekalle, kõrvalekalde, kõrvalekallet
παρέκκλιση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lom, odstupanje, aberacija, devijacija, odstupanja, devijacije, devijaciju
παρέκκλιση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frávik, frávikið, fráviki, víkja, vikið
παρέκκλιση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nukrypimas, nuokrypis, nuokrypį, nukrypimo
παρέκκλιση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deviācija, novirzīšanās, novirze, novirzes, novirzi
παρέκκλιση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
девијација, отстапување, отстапувањето, отстапувања, девијација на
παρέκκλιση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abatere, deviere, deviație, deviația, abaterea
παρέκκλιση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odklon, odmik, odstopanje, deviacija, odstopanja
παρέκκλιση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úchylka, odchýlka, výnimka, výnimku, výnimky, odchýlky
Τυχαίες λέξεις