Bindestrich στα ελληνικά

Μετάφραση: bindestrich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντρίβω, τρέχω, ραντίζω, ενωτικό, παύλα, παύλας, ενωτικού, παύλες
Bindestrich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • binder στα ελληνικά - συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων
  • binderstein στα ελληνικά - κεφαλιά, συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων
  • bindestriche στα ελληνικά - παύλες, οι παύλες, εξορμήσεις, παύλας, διακεκομμένη
  • bindet στα ελληνικά - δεσμεύεται, συνδέεται, δεσμεύει, προσδένεται, δεσμεύεται η
Τυχαίες λέξεις
Bindestrich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντρίβω, τρέχω, ραντίζω, ενωτικό, παύλα, παύλας, ενωτικού, παύλες