Bleichmittel στα ελληνικά

Μετάφραση: bleichmittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λευκαντικό, χλωρίνη, λευκαντικού, λεύκανσης, λευκαντικών
Bleichmittel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bleichend στα ελληνικά - λεύκανση, λεύκανσης, λευκαντική, λευκαντικό, λευκαντικές
  • bleicher στα ελληνικά - paler, χλωμότερα, χλωμότερη, χλωμότερος, χλωμότερες
  • bleichsucht στα ελληνικά - αναιμία, χλωμό, ωχρό, απαλό, απαλού
  • bleicht στα ελληνικά - λευκαντικά, λευκαντικών, τα λευκαντικά, χλωρίνες
Τυχαίες λέξεις
Bleichmittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λευκαντικό, χλωρίνη, λευκαντικού, λεύκανσης, λευκαντικών