Λευκαντικό στα γερμανικά
Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bleichen, bleichmittel, entfärben, Bleichmittel, ausbleichen, Bleich
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκαντικό
λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας γερμανικά, λευκαντικό στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λερωμένος στα γερμανικά - schmutzig, unsauber, dreckig, unrein, angesteckt, ungepflegt, verwahrlost, ...
- λερώνω στα γερμανικά - beschmieren, besmear, damit beschmieren
- λευκοπλάστης στα γερμανικά - heftpflaster, putz, gips, bewurf, Klebeband, Klebestreifen, Klebebandes, ...
- λευκό στα γερμανικά - leer, weiß, blank, weiße, bleichen, weißen, white, ...
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bleichen, bleichmittel, entfärben, Bleichmittel, ausbleichen, Bleich
Μεταφράσεις: bleichen, bleichmittel, entfärben, Bleichmittel, ausbleichen, Bleich