Definit στα ελληνικά
Μετάφραση: definit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαφής, οριστικός, καθορισμένος, οριστική, σαφή, καθορισμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- definierend στα ελληνικά - καθορισμό, τον καθορισμό, ορισμό, καθορίζοντας, τον ορισμό
- definiert στα ελληνικά - ορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται, καθορίζεται
- definition στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
- definitionen στα ελληνικά - ορισμοί, ορισμούς, ορισμών, τους ορισμούς, οι ορισμοί
Τυχαίες λέξεις
Definit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαφής, οριστικός, καθορισμένος, οριστική, σαφή, καθορισμένη
Μεταφράσεις: σαφής, οριστικός, καθορισμένος, οριστική, σαφή, καθορισμένη