Defizit στα ελληνικά
Μετάφραση: defizit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήττα, απώλεια, χάσιμο, χαμός, έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- definitive στα ελληνικά - οριστικός, οριστικού, οριστική, οριστικό, οριστικών
- defizient στα ελληνικά - ελλιπής, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια
- defizite στα ελληνικά - ελλείμματα, ελλειμμάτων, τα ελλείμματα, έλλειμμα, των ελλειμμάτων
- deflation στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, ξεφούσκωμα, αντιπληθωρισμός, αποπληθωρισμού, αποπληθωρισμό
Τυχαίες λέξεις
Defizit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήττα, απώλεια, χάσιμο, χαμός, έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
Μεταφράσεις: ήττα, απώλεια, χάσιμο, χαμός, έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του