Λέξη: απλός

Σχετικές λέξεις: απλός

απλός διακόπτης, απλός μαθηματικός τύπος αποδίδει μόνιμα κέρδη στο στοίχημα, απλός ενεστώτας, απλός αόριστος αγγλικά, απλός συνώνυμα, απλός γάμος, απλός ενεστώτας στα αγγλικά, απλός τόκος, απλός έρπης, απλός έρπητας

Συνώνυμα: απλός

απλούς, άδολος, απέριττος, σαφής, καθαρός, σκέτος, σπιτικός, άσχημος, απλοϊκός, αφελής, εύκολος, ψηλαφητός, απτός, αμελέτητος, φυσικός, άνευ διατυπώσεων

Μεταφράσεις: απλός

απλός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mere, straightforward, unassuming, simple, plain, single, ordinary

απλός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sincero, simple, sencillo, mero, llano, redondo, sencilla, simples, fácil

απλός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nur, anspruchslos, ehrlich, bloß, schier, eindeutig, bescheiden, einfach, einfache, einfachen, einfacher, einfaches

απλός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modique, futile, pur, modeste, sincère, humble, candide, rectiligne, droit, simple, ingénu, accoutumé, seul, ajuster, ordinaire, franc, simples, facile, simplement

απλός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mero, schietto, franco, onesto, solo, semplice, semplici, facile, semplice motore, semplice motore di

απλός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mercúrio, só, simples, endireitar, mero, simple, simples por, fácil

απλός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerlijk, oprecht, aalwaardig, bloot, eenvoudig, louter, zuiver, enkel, simpel, eenvoudige, simpele, gewoon

απλός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непритязательный, сам, прямолинейный, прямой, скромный, откровенный, озеро, истинный, очевидный, явный, искренний, сущий, простой, честный, просто, простая, простым, проста

απλός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ærlig, beskjeden, enkel, enkelt, enkle

απλός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppriktig, enkel, enkelt, enkla, lätt, enklare

απλός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksinkertainen, suoraviivainen, yksioikoinen, vaatimaton, rehti, eleetön, paljas, puhdas, pelkkä, yksinkertaisia, yksinkertaista, yksinkertaisen, helppo

απλός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enkelt, simple, simpel, simpelt, enkel, enkle

απλός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obyčejný, poctivý, pouhý, otevřený, přímý, čestný, bezvýznamný, upřímný, skromný, přímočarý, jednoduchý, jednoduché, jednoduchá, jednoduchou, prosté

απλός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezpretensjonalny, skromny, bezpośredni, staw, prostolinijny, zwyczajny, prosty, czczy, obcy, szczery, zwykły, łatwy, proste, prosta, prostym

απλός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szókimondó, pocsolya, egyszerű, egyszerűbb, egyszerűen, az egyszerű

απλός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalnız, dürüst, basit, basit bir, kolay, sade

απλός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прямий, відвертий, жаль, скромний, помилування, удача, щастя, щирий, прощення, щасті, чесний, простий, простої, простій, простою, проста

απλός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i thjeshtë, thjeshtë, e thjeshtë, të thjeshtë, thjeshta

απλός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прост, просто, проста, прости, лесен

απλός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
просты, простай, простае, прастой

απλός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ainult, lihtne, lihtsa, lihtsad, lihtsat, lihtsaks

απλός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
puki, iskren, neposredan, pošten, jezero, skroman, prav, otvoren, jedini, puni, jasan, potpun, jednostavan, jednostavna, jednostavno, jednostavne, jednostavni

απλός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einfalt, einföld, einfaldur, einfalda, einfaldar

απλός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
directus

απλός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paprastas, paprasta, paprastą, paprastos

απλός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienkāršs, vienkārši, vienkārša, vienkāršu

απλός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
едноставна, едноставен, едноставни, едноставно, просто

απλός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cinstit, simplu, simplă, simpla, de simplu

απλός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preprost, enostavna, preprosta, enostavno, preprosto

απλός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nenáročný, poctivý, skromný, jasný, jednoduchý, jednoduché, jednoduchá

Στατιστικά δημοτικότητας: απλός

Τυχαίες λέξεις