Dehnen στα ελληνικά
Μετάφραση: dehnen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζόρι, τεζάρω, εκτείνομαι, στραμπουλίζω, τεντώνομαι, τεντώνω, διηθώ, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dehnbarkeit στα ελληνικά - ολκιμότητα, πλαστιμότητας, πλαστιμότητα, ελατότητα, ολκιμότητας
- dehnbarkeiten στα ελληνικά - stretchabilities
- dehnend στα ελληνικά - τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
- dehngefäß στα ελληνικά - μουγκρίζω, φυσερό, φυσητήρων, φυσερού, φυσούνας, φυσητήρες
Τυχαίες λέξεις
Dehnen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζόρι, τεζάρω, εκτείνομαι, στραμπουλίζω, τεντώνομαι, τεντώνω, διηθώ, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις: ζόρι, τεζάρω, εκτείνομαι, στραμπουλίζω, τεντώνομαι, τεντώνω, διηθώ, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση