Λέξη: ταξί

Σχετικές λέξεις: ταξί

ταξί λάρισα, ταξί ονειροκρίτης, ταξί κέρκυρα, ταξί ξάνθη, ταξί χανιά, ταξί ιωάννινα, ταξί για αεροδρόμιο, ταξί αθήνα, ταξί θεσσαλονίκη, ταξί βόλος, ταξί απεργία, απεργία, ράδιο ταξί

Συνώνυμα: ταξί

άμαξα, αμάξι, αγοραίο αυτοκίνητο

Μεταφράσεις: ταξί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cab, taxi, taxis, a taxi, taxi ride
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabina, taxi, de taxi, taxis, en taxi, de taxis
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
taxi, kabine, fahrerhaus, droschke, pferdedroschke, Taxi, dem Taxi
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fiacre, cabine, taxi, taxis, en taxi, de taxi, le taxi
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
taxi, tassì, in taxi, di taxi, il taxi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
taxar, imposto, tributar, táxi, de táxi, taxi, táxis, do táxi
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vigilante, huurrijtuig, taxi, aapje, de taxi, taxi te, een taxi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
будка, пролётка, рулить, кабриолет, кабина, шпаргалка, такси, таксомотор, подруливать, подстрочник, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drosje, taxi
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
taxi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luntata, taksi, taksilla, taksin, taxi, taksimatkan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
taxi, taxa
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kajuta, drožka, taxík, kabina, taxi, taxíkem, taxi Úschovna, Taxislužba
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bryczka, fiakier, powóz, kabina, dorożka, kołowanie, taksówka, taxi, taksówką, taksówki, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
taxi, bérkocsi, autótaxi, taxival, taxit, a taxi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taksi, Taxi, Taksiler, bir taksi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шпаргалка, кеб, кабріолет, таксі, дослівник, такси
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
taksi, taksie, taksive, taxi, i taksive
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
такси, таксиметров, таксита, таксиметрови, на такси
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таксі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kabriolett, takso, juhikabiin, Taxi, taksoga, Taksod, taksot
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
auto-taksi, fijaker, kabina, kabini, taksi, kočija, taxi, taksijem, pozivanje taxi, taksija
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leigubíl, Taxi, Leigubíll, leigubíla
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taksi, Taxi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taksometrs, taksometru, taksometri, Taxi, taksometra
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
такси, таксито, на такси, давачките
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
taxi, de taxi, taxiul, taxi de, cu taxiul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
buda, kabina, taksi, taxi, taksijem, s taksijem, taksija
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
taxík, taxi, taxíky, taxíkom, taxíkov

Στατιστικά δημοτικότητας: ταξί

Τυχαίες λέξεις