Λέξη: τραπεζοκόμος

Σχετικές λέξεις: τραπεζοκόμος

τραπεζοκόμος αγγλικα, τραπεζοκόμος σημασία, τραπεζοκόμοσ ολοήμερο

Συνώνυμα: τραπεζοκόμος

σερβιτόρος, γκαρσόνι, δίσκος

Μεταφράσεις: τραπεζοκόμος

τραπεζοκόμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
waiter

τραπεζοκόμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camarero, mesero, camareros, mozo, camarero nos

τραπεζοκόμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedienung, Kellner, waiter

τραπεζοκόμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
garçon, serveur, waiter, garçon de café

τραπεζοκόμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cameriere, cameriere ci, waiter, il cameriere

τραπεζοκόμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esperar, criado, garçom, de garçom, empregado de mesa, waiter

τραπεζοκόμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kelner, ober

τραπεζοκόμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кельнер, посетитель, подавальщик, половой, официант, поднос, официанта, официантом

τραπεζοκόμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kelner, servitør, servitøren, kelneren, waiter

τραπεζοκόμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
servitör, servitören, kyparen

τραπεζοκόμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjoilija, waiter, tarjoilijana, tarjoilijan, tarjoilijalta

τραπεζοκόμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tjener, tjeneren

τραπεζοκόμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
číšník, číšníka, číšník se, číšníkem, waiter

τραπεζοκόμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kelner, taca, waiter, kelnera, kelnerem

τραπεζοκόμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pincér, pincérnek, pincért, pincérrel

τραπεζοκόμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
garson, bir garson

τραπεζοκόμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
офіціант, Официант

τραπεζοκόμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kamarier, kamerier, kamerieri, kamarieri, kamerierë

τραπεζοκόμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сервитьор, келнер, сервитьора, сервитьорът

τραπεζοκόμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
афіцыянт, гарсон

τραπεζοκόμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kelner, kelnerina, ettekandja, waiter, teenindaja

τραπεζοκόμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konobar, kelner, sluga, konobar je, konobara, konobaru

τραπεζοκόμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjónn, þjóninn, þjónninn

τραπεζοκόμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padavėjas, padavėjo, waiter, Kelner, Padavėjui

τραπεζοκόμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
oficiants, viesmīlis, viesmīlim, waiter, oficianta

τραπεζοκόμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
келнерот, келнер

τραπεζοκόμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chelner, ospătar, ospatar, chelnerul, waiter

τραπεζοκόμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
natakar, waiter, natakarja, natakar je

τραπεζοκόμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čašník
Τυχαίες λέξεις