Derartig στα ελληνικά
Μετάφραση: derartig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέτοιος, τόσος, όπως, τέτοια, εν λόγω, τέτοιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- der στα ελληνικά - αποκλεισμός, ένας, αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, ένα, μία, ...
- derart στα ελληνικά - τέτοιος, τόσος, κατά τέτοιο τρόπο, κατά τέτοιον τρόπο, με τέτοιο τρόπο, κατά τρόπο, κατά τρόπον
- derb στα ελληνικά - γήινος, ακατέργαστος, δύσκολος, ωμός, σκληρός, σκληροτράχηλος, τραχύς, ...
- deregulierung στα ελληνικά - απορρύθμιση, απορύθμιση, η απορρύθμιση, απορρύθμισης, απελευθέρωση
Τυχαίες λέξεις
Derartig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέτοιος, τόσος, όπως, τέτοια, εν λόγω, τέτοιο
Μεταφράσεις: τέτοιος, τόσος, όπως, τέτοια, εν λόγω, τέτοιο