Λέξη: επιθεώρηση

Σχετικές λέξεις: επιθεώρηση

επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, επιθεώρηση συγκοινωνιακού δικαίου, επιθεώρηση εργασίας θεσσαλονίκη, επιθεώρηση συμβουλευτικής και προσανατολισμού, επιθεώρηση εργασίας, επιθεώρηση εργασίας νέας ιωνίας, επιθεώρηση μεταλλείων νοτίου ελλάδος, επιθεώρηση πολιτικής δικονομίας, επιθεώρηση εργασίας τηλέφωνο, επιθεώρηση υγείας

Συνώνυμα: επιθεώρηση

θεατρική επιθεώρηση, συνάθροιση, κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση

Μεταφράσεις: επιθεώρηση

επιθεώρηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inspection, visitation, review, inspection of, inspected, an inspection

επιθεώρηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inspección, control, revista, visita, visitación, de inspección, la inspección, inspección de

επιθεώρηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inspektion, überprüfung, drangsal, untersuchung, betrachtung, heimsuchung, prüfung, besuch, abnahme, Inspektion, Überprüfung, Prüfung, Besichtigung, Kontrolle

επιθεώρηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supervision, inspection, garde, monitoring, vérification, revue, examen, visite, révision, contrôle, surveillance, l'inspection, d'inspection

επιθεώρηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
controllo, visita, sopralluogo, ispezione, di ispezione, l'ispezione, ispezioni

επιθεώρηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inspecção, prova, inspeccionar, exame, teste, inspeccione, inspeção, de inspecção, de inspeção, fiscalização

επιθεώρηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
examen, schoolexamen, schouw, bezoek, schouwing, inspectie, inzage, controle, keuring, onderzoek

επιθεώρηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посещаемость, бракераж, инспекция, инспектирование, экзамен, испытание, ревизия, контроль, кара, объезд, экспертиза, досмотр, исследование, освидетельствование, обзор, смотр, осмотр, проверка, инспекции

επιθεώρηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kontroll, inspeksjon, inspeksjons, ettersyn, inspeksjonen

επιθεώρηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inspektion, besiktning, granskning, kontroll, inspektions, inspektionen

επιθεώρηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkastelu, tarkastus, katsastus, koettelemus, tutkiskelu, tutkinto, katselmus, koe, tarkastuksen, tarkastusta, tarkastus-, tarkastuksia

επιθεώρηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontrol, inspektion, eftersyn, inspektionen, kontrollen

επιθεώρηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohled, návštěva, vizita, dozor, vizitace, prohlídka, přehlídka, inspekce, kontrola, inspekční, kontrolní

επιθεώρηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hospitacja, dozorowanie, dozór, dopust, lustracja, nawiedzenie, wizytacja, kontrola, odwiedziny, przegląd, inspekcja, zbadanie, badanie, oględziny

επιθεώρηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtekintés, megfenyítés, ellenőrzés, szemle, vizsgálat, ellenőrzési, ellenőrző

επιθεώρηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınav, inceleme, ziyaret, araştırma, muayene, denetim, kontrol, teftiş

επιθεώρηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перелітний, інспектування, огляд

επιθεώρηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inspektim, inspektimi, e inspektimit, të inspektimit, inspektimit të

επιθεώρηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инспекция, проверка, инспекцията, инспекционен, инспекции

επιθεώρηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агляд, дагляд

επιθεώρηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inspekteerimine, ülevaatus, kontroll, kontrolli, kontrollimise, inspekteerimise

επιθεώρηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispitivanje, nadzor, pregled, uvid, inspekcija, inspekcije, inspekcijski, inspekciju

επιθεώρηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlit, aðsókn, skoðun, skoðunar, skoðunarstöð, skoðunarstöð á

επιθεώρηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apžiūra, patikrinimas, tikrinimo, patikra, tikrinimas

επιθεώρηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārbaude, inspekcijas, apskate, inspekcija, inspekciju

επιθεώρηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инспекција, преглед, инспекцискиот, инспекциски, инспекцијата

επιθεώρηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inspecţie, inspecție, de inspecție, de control, inspectarea, control la

επιθεώρηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pregled, inšpekcija, inšpekcijski pregled, inšpekcijski, kontrola

επιθεώρηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inšpekcia, inšpekcie, kontroly, kontrola, inšpekcií

Στατιστικά δημοτικότητας: επιθεώρηση

Τυχαίες λέξεις